απορρύπανση

απορρύπανση
η
η απομάκρυνση των ρυπαρών ουσιών από διάφορα σώματα με τη βοήθεια απορρυπαντικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απορρύπανση — η η απομάκρυνση, εξάλειψη του ρύπου (ακαθαρσίας) από τα ρούχα και άλλα αντικείμενα: Η απορρύπανση γίνεται σήμερα ευκολότερη με τα διάφορα παρασκευάσματα της Χημείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορρυπαντικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην απορρύπανση: Τα απορρυπαντικά παρασκευάσματα διευκόλυναν πολύ τη νοικοκυρά· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα απορρυπαντικά οι διάφορες ουσίες που χρησιμεύουν στην απορρύπανση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορρυπαντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση ή συντελεί στην απορρύπανση 2. το ουδ. ως ουσ. τα απορρυπαντικά χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό διαφόρων σωμάτων σε συνδυασμό με ένα υγρό, συνήθως το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορρυπαίνω. Απόδοση στα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”